Την δική μου την μάνα την έλεγαν Σόνια και ήταν αυτή της σύντομης ιστορίας που θα σας διηγηθώ παρακάτω . “Έφυγε” άδικα και τόσο νωρίς, παιδί σχεδόν, στα 33 της αλλά, να, αυτό συμβαίνει με τις μάνες, δεν φεύγουν ποτέ στα αλήθεια, απλά σε περιμένουν.
Θυμάμαι τον εαυτό μου πιτσιρικά, πρέπει να ‘μουν 10-11 χρονών, αραγμένος, να λιάζομαι κάπου ερημικά σε μια παραλία στα Πυργάδικια Χαλκιδικής, κοντά σ’ ένα ξωκλήσι. Ήταν ένα από εκείνα τα “χοντρά”, τρίμηνα Καλοκαίρια που κρατούσαν μια παιδική αιωνιότητα.
Θυμάμαι πως αισθανόμουν “σπουδαίος” και self important γιατί διάβαζα το “Ο Χριστός ξανασταυρώνεται” ενώ τα άλλα πιτσιρίκια παίζανε με κουβαδάκια ή κάνανε διαγωνισμό για το ποιος μπορεί να κατουρήσει πιο μακριά. Ο νεαρός εαυτός μου δεν φορά αντηλιακό, εκείνη την εποχή. Οι περισσότεροι γονείς δεν νοιαζόντουσαν για το θέμα, λίγο Nivea το πολύ.
Πρόσεξε όμως, διαβάζω τον Καζαντζάκη και νοιώθω να μπαίνει μέσα στο πετσί μου περισσότερο κι από τον ήλιο. Ξαφνικά μια σκιά μου κόβει το φως. Σηκώνω το κεφάλι μου και είναι ένας παπάς που ερχόταν να καθαρίσει το ξωκλήσι. Με ρωτά: -Τι διαβάζεις; Του δείχνω το βιβλίο με περηφάνια. Μόλις το βλέπει μου το αρπάζει από τα χέρια και μου το σκίζει.
Κατάλαβα την έννοια της λέξης “Μίσος” στα μάτια του. Έμεινα άναυδος στην αρχή, σε φάση-σοκ γιατί δεν πίστευα στα μάτια μου, τα οποία δεν άργησαν να βουρκώσουν με οργή και θυμό. Παίρνω το βιβλίο σε κομμάτια και τρέχω σε ένα σπίτι που μέναμε εκεί κοντά.
Με βλέπει η μάνα μου από μακριά. Είμαι θυμωμένος, λες και με χαστούκισε κάποιος άγνωστος χωρίς λόγο. Όταν φτάνω κοντά, βλέπει το σκισμένο βιβλίο στα χέρια μου και το κλαμένο μου πρόσωπο. Τώρα είναι αυτή έξαλλη. Το βλέπω στα δικά της μάτια αλλά με ρωτά ήρεμα: -“Ποιός;”…Της λέω τι έγινε και όπως της εξηγώ αρχίζει και βαδίζει γρήγορα προς το ξωκλήσι και την ακολουθώ σχεδόν τρέχοντας.
Η μητέρα μου πρέπει να ήταν εκείνη την εποχή περίπου 30 ετών, σχεδόν παιδί η ίδια. Ήταν κοντούλα και όμορφη, το έβλεπα στα μάτια των άλλων όταν την κοιτούσαν… αλλά τώρα είχε μετατραπεί σε κάτι άλλο. Σε μια λαίλαπα, μια λέαινα που κάποιος άγνωστος χτύπησε το κουτάβι της.
Κι όσο πλησιάζει στο ξωκλήσι τόσο την ψηλώνει η οργή της. Τόσο που όταν φτάσαμε εκεί είχε γίνει ένα γιγάντιο θεριό. Την βλέπει ο ρασοφόρος και πάει να αρθρώσει κάτι, να την επιπλήξει ίσως που άφηνε το παιδί της να διαβάζει έναν άθεο. Αλλά δεν πρόλαβε. Ήταν μάταιη κάθε προσπάθεια να υπερασπιστεί αυτό που έκανε και το ήξερε. Όμως τώρα ήταν πολύ αργά.
Τώρα είχε μια θύελλα που τον χτυπούσε και τον κατατρόπωνε αλύπητα με την δύναμη της φωνής της καταπρόσωπα. Έκανε τα γένια, τα μαλλιά, τα ράσα του, την ψυχή του την ίδια να τρέμει από φόβο. Έβλεπα την μάνα μου να παλεύει για κάτι πιο μεγάλο από την ίδια, μεγαλύτερο κι από εμένα ίσως. Πάλευε για το δίκιο και το αναφαίρετο δικαίωμα του παιδιού της σε αυτό. Ο παπάς χαμήλωσε τα μάτια και, πιστέψτε το ή όχι, ψιθύρισε μια συγνώμη.
Αυτό ήταν. Έμαθα τόσα πολλά για την ζωή και την ανθρώπινη φύση εκείνο το Καλοκαίρι και δεν ήταν όλα μέσα από το “πιασμένο” με σελοτέϊπ, βιβλίο του Καζαντζάκη, αλλά, ίσως, χάρη σε αυτό. Λυπάμαι, από τότε το κάθε ορφανό παιδί που δεν γνώρισε ποτέ την δύναμη μιας μάνας που παλεύει για το δίκιο του. Μια φορά μόνο να το νιωθε, θ’ αρκούσε για να μην αισθανθεί ποτέ ξανά ορφανό.
Γράφει για το Thisisus.gr ο Χρήστος Μάρτζος
Διαβάστε επίσης: