Βράδυ. Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2016
Σβήνω το φως του δωματίου. Σηκώνω την κουβέρτα και ξαπλώνω στο υπέρδιπλο πουπουλένιο κρεβάτι, που μας έκανε δώρο η μάνα του άνδρα μου στον γάμο μας. Κρυώνω και το πόδι μου μηχανικά ψάχνει να βρει το δικό του για να ζεσταθεί.
« Όοοοοχι!», ακούω μια φωνή που αμυδρά μοιάζει με της μάνας μου μες το κεφάλι μου, «είσαι σοβαρή; Μετά απ’ ότι έγινε, άσε αυτόν να κάνει το πρώτο βήμα. Εξάλλου εσύ είσαι και γυναίκα! Δεν σε μεγάλωνα εγώ τόσα χρόνια για να σου φέρεται έτσι αυτός!». Δεν πέρασαν μόλις δύο δευτερόλεπτα όταν μια πιο λεπτή, αδύναμη και παιδική φωνούλα ακούστηκε σαν αντίλογος: «Ναι… μα θέλει κατά βάθος, να τον πάρει αγκαλιά και να νιώσει την ανάσα του δίπλα της. Κάποιος να την αγαπάει». Η ίδια μικρή, γλυκιά, φωνούλα, μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου μεταμορφώθηκε σε μια άγρια, τραχιά και απειλητική φωνή που έκανε τα μηλίγγια μου να χτυπήσουν δυνατά: «Άρχισε και τα κλάματα τώρα δειλή και ανάξια γυναικούλα! Που μυξοκλαίς σαν παιδάκι με την πρώτη ευκαιρία. Καλύτερα σκέψου τι θα μαγειρέψεις αύριο και πότε θα ξεκλέψεις χρόνο να κλείσεις ραντεβού στο κομμωτήριο, γιατί το παιδί γυρνάει νωρίς απ’ το σχολείο. Ή να μην πας; Πόσα χρόνια έχει να σου πει ότι είσαι όμορφη; Αφού σε βαρέθηκε… Δεν θυμάσαι;;;» η παιδική φωνούλα μαζεύτηκε τρομαγμένη: «Καλύτερα μη μιλάς. Θα νευριάσει , θα φωνάζει και … αααα μπορεί να χωρίσετε. Θες να είστε άλλο ένα διαλυμένο ζευγάρι; Δε βλέπεις τη δική σου την ψυχολογική κατάντια μετά το χωρισμό των γονιών σου;» Ααααχ αυτή η παιδική φωνούλα πια. Ήθελα να την έχω μπροστά μου, να τη βάλω τιμωρία και να της τα ψάλλω ένα χεράκι. Κακομαθημένη φύγε από το κεφάλι μου!
– Μαμάαααα νερόοοο , ξύπνα μαμά διψάω!
– Αααχ το κεφάλι μου… μονολόγησα.
«Σσσσς … Μην σε ακούσει το παιδί… Σήκω να του βάλεις νερό, να το σκεπάσεις καλύτερα και με ΧΑΜΟΓΕΛΟ!», είπε η φωνή της γειτόνισσας (!) που με έκανε να πεταχτώ όρθια.
Έβαλα στα γρήγορα μες το σκοτάδι ένα ποτήρι νερό και μπήκα στο δωμάτιο της κόρης μου. Περίεργο, κοιμόταν βαθιά, σαν πουλάκι. Μήπως άρχισα να ακούω και φωνές τώρα εκτός από τις σκέψεις στο κεφάλι μου;;; Κοίταζα την κόρη μου κι άρχισα να κλαίω, «χωρίς λόγο». Τα βράδια μου είναι ατελείωτα πια και ο ύπνος δεν έρχεται παρά μόνο για δύο ή τρεις ώρες κάθε νύχτα.
«Θα το πάρω απόψε! Από αύριο θα ζητήσω βοήθεια. Πάει και τελείωσε», σκέφτηκα δυνατά. Η φωνή αυτής της σκέψης δε μου ήταν γνώριμη αλλά για λίγο μου φώτισε μια πιθανή έξοδο του αποψινού λαβύρινθου στον οποίο είχα χαθεί. Κατάπια το χάπι και γύρισα στο κρεβάτι μου.
Το χάπι, σιγά σιγά, άρχισε να αποκτά σώμα. Με πήρε στα δυο του πουπουλένια χέρια, με ταχτάρισε και με παρέσυρε σε έναν βαθύ ύπνο. Χώρεσα μέσα στην «αγκαλιά του» εκείνο το βράδυ που ακόμα και οι σκέψεις μου αποκοιμήθηκαν.
Ονειρεύτηκα τα δυο μου χέρια να μεγαλώνουν, να μεγαλώνουν, να μεγαλώνουν και να τυλίγουν ολόκληρο το σώμα μου σε μια τεράστια αγκαλιά.
Φεβρουάριος 2020
Σήμερα, λοιπόν είναι μία βροχερή αλλά όμορφη μέρα. Μόλις τελείωσα το παραπάνω κείμενο το οποίο αρχικά προοριζόταν μόνο για εσάς, ενώ παράλληλα συνειδητοποιώ τα εξής: Οι βασανιστικές νύχτες, όχι μόνο εκείνης της Δευτέρας του 2016 αλλά και των προηγούμενων ετών, ήταν η αφετηρία για μια δύσκολη -δε θα πω ψέματα- διαδρομή στα άδυτα της ψυχής μου και του μυαλού μου. Ένα ταξίδι γνωριμίας με το μέσα μου. Άκουσα καλύτερα τις φωνές και κατανόησα τι ήθελαν να μου πουν. Αγκάλιασα την παιδική φωνούλα όσο πιο σφιχτά μπορούσα και την έβαζα κάθε βράδυ για ύπνο γλυκά. Στην αρχή με δυσκολία. Τώρα είναι στη φάση της ενηλικίωσης. Με τον καιρό όλες οι φωνές έχουν ρυθμιστεί σε διαφορετική ένταση. Σε αυτήν που τους επιτρέπω κάθε φορά. Ξεκάθαρα όμως ξεχωρίζω την δική μου πια.
Φυσικά για κάθε διαδρομή , για κάθε ταξίδι πληρώνεις και ένα κόστος. Πρέπει να αντέξεις και την αποκαθήλωση, αλλά μετά από αυτήν έρχεται πάντα η Άνοιξη που σε αποζημιώνει.
Εσύ τι εισιτήριο θα βγάλεις;
Υ.Γ. Το κείμενο υπογράφει μια μαμά, η οποία επιθυμεί να μείνει ανώνυμη. Τo Thisisus την ευχαριστεί για τη μοιρασιά.